απόριγμα

απόριγμα
κ. απόρριμμα, το
1. ό,τι πετιέται ως περιττό, άχρηστο υπόλειμμα, σκουπίδι
2. πρόωρο γέννημα, έκτρωμα
3. έκτρωση, αποβολή εμβρύου
4. άνθρωπος (ή ζώο) ελαττωματικός, μισερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απόρριμμα — το απόριγμα, σκουπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορρίπτω. Η λ. στον πληθ. (απορρίμματα, τα) μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκό Λεξικό του Karl Weigel] …   Dictionary of Greek

  • έκτρωμα — το, ατος 1. το έμβρυο που γεννήθηκε με έκτρωση, το απόριγμα. 2. μτφ., τέρας ασχήμιας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απορίχνω — ιξα (για έγκυο γυναίκα ή ζώο), γεννώ πριν από την ώρα μου, αποβάλλω: Η φοράδα απόριξε για δεύτερη φορά. Ουσ. απόριγμα, το ατος, και αποριξιμιό, το αυτό που γεννήθηκε πριν από την ώρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξάμβλωμα — το 1. το έμβρυο που αποβλήθηκε με εξάμβλωση, το έκτρωμα, το απόριγμα. 2. καθετί το τερατώδες, τέρας ή κατασκεύασμα εξαιρετικά κακότεχνο, τερατούργημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”